- ητριαίος
- ἠτριαῑος, -α, -ον (Α)1. αυτός που ανήκει στο υπογάστριο, τού υπογαστρίου,τής κοιλιάς2. το ουδ. ως ουσ. τό ἠτριαῑοντο στομάχι, η κοιλιά3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡτριαίαη κοιλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήτρον «υπογάστριος» + -ιαίος (πρβλ. νεφρ-ιαίος)].
Dictionary of Greek. 2013.